- εγερτικός
- -ή, -ό (AM ἐγερτικός, -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη διέγερσηαρχ.ἐγερτικάτα εγκλιτικά, επειδή μεταβάλλουν τη βαρεία τής προηγούμενης λέξης σε οξεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερτικά — ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc pl ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc/acc dual ἐγερτικά̱ , ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῶν — ἐγερτικός waking fem gen pl ἐγερτικός waking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικόν — ἐγερτικός waking masc acc sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικώτατον — ἐγερτικός waking masc acc superl sg ἐγερτικός waking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικαί — ἐγερτικός waking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικοί — ἐγερτικός waking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτική — ἐγερτικός waking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικήν — ἐγερτικός waking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτικῷ — ἐγερτικός waking masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεγερτικός — ἐπεγερτικός, ή, όν (Α) [εγερτικός] 1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον 2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek